προϋπηρετώ

προϋπηρετώ
-έω, Ν
υπηρετώ προηγουμένως κάπου αλλού, σε άλλη θέση ή σε άλλον οργανισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προϋπηρετώ — προϋπηρέτησα, υπηρετώ από πριν ή πριν από κάτι άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπολιτεύομαι — Α (αποθ.) 1. κυβερνώ μία πόλη προηγουμένως, προϋπηρετώ στη διαχείρηση τών κοινών 2. κατέχω ανώτερο διοικητικό αξίωμα («προπολιτεύεται ἰδιώτης κύκλου βασιλικοῡ», Θεμίστ.) 3. (στον παρακμ.) προπεπολίτευμαι έχω ασκήσει άλλοτε διοικητικό έργο 4. (η… …   Dictionary of Greek

  • προστρατεύω — Α προϋπηρετώ στον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρατεύω «υπηρετώ στον στρατό»] …   Dictionary of Greek

  • προϋπηρεσία — η, Ν [προϋπηρετώ] προηγούμενη υπηρεσία, υπηρεσία σε άλλον οργανισμό ή σε άλλη θέση ή αρμοδιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”